·

tuned (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
tune (ρήμα)

επίθετο “tuned”

βασική μορφή tuned (more/most)
  1. κουρδισμένος
    It's better to play a well-tuned guitar than one that is out of tune.