·

though (EN)
σύνδεσμος, επίρρημα

σύνδεσμος “though”

though
  1. αν και
    Though he was tired, he decided to go for a run.

επίρρημα “though”

though (more/most)
  1. ωστόσο
    He didn't study much. He still passed the exam, though.
  2. χρησιμοποιείται στο τέλος μιας ερώτησης επιβεβαίωσης για να δείξει διαφωνία με τη δήλωση κάποιου άλλου
    "He is a great guy." – "Is he, though?"