επίθετο “subsequent”
βασική μορφή subsequent, μη βαθμ.
- επακόλουθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The storm caused a power outage, and the subsequent rain made it difficult to fix.