ουσιαστικό “obstacle”
ενικός obstacle, πληθυντικός obstacles
- εμπόδιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The fallen tree was a major obstacle blocking the narrow mountain road.