·

bulletin (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “bulletin”

ενικός bulletin, πληθυντικός bulletins
  1. σύντομη επίσημη δήλωση ή είδηση που μεταδίδεται ή δημοσιεύεται άμεσα
    The president issued a bulletin regarding the new policy changes.
  2. δελτίο (μια σύντομη έντυπη έκδοση, ειδικά μία που παράγεται τακτικά από έναν οργανισμό)
    The bulletin includes information about upcoming events at the library.