ουσιαστικό “bulletin”
ενικός bulletin, πληθυντικός bulletins
- σύντομη επίσημη δήλωση ή είδηση που μεταδίδεται ή δημοσιεύεται άμεσα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The president issued a bulletin regarding the new policy changes.
- δελτίο (μια σύντομη έντυπη έκδοση, ειδικά μία που παράγεται τακτικά από έναν οργανισμό)
The bulletin includes information about upcoming events at the library.