ρήμα “discover”
απαρέμφατο discover; αυτός discovers; αόριστος discovered; μετοχή αορ. discovered; μετοχή ενεστ. discovering
- ανακαλύπτω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
While hiking, I discovered a hidden waterfall that wasn't on the map.
- αποκαλύπτω (στο σκάκι: να κάνεις μια κίνηση που αποκαλύπτει μια επίθεση από ένα άλλο κομμάτι)
By advancing my bishop, I discovered a check that forced my opponent's king to move.