·

discover (EN)
ρήμα

ρήμα “discover”

απαρέμφατο discover; αυτός discovers; αόριστος discovered; μετοχή αορ. discovered; μετοχή ενεστ. discovering
  1. ανακαλύπτω
    While hiking, I discovered a hidden waterfall that wasn't on the map.
  2. αποκαλύπτω (στο σκάκι: να κάνεις μια κίνηση που αποκαλύπτει μια επίθεση από ένα άλλο κομμάτι)
    By advancing my bishop, I discovered a check that forced my opponent's king to move.