·

tear (EN)
ρήμα, ουσιαστικό, ουσιαστικό, ρήμα

ρήμα “tear”

απαρέμφατο tear; αυτός tears; αόριστος tore; μετοχή αορ. torn; μετοχή ενεστ. tearing
  1. σκίζω
    She accidentally tore the page while trying to remove it from the notebook.
  2. ρηγνύω
    She accidentally tore her dress while climbing the fence.
  3. διαρρηγνύω
    The strong wind tore a hole through the wooden wall.
  4. σκίζομαι
    While climbing the fence, my shirt tore on a sharp nail.
  5. αποσπώ (με βία)
    She tore herself away from his embrace to answer the phone.
  6. ορμώ
    The dog tore through the open field, chasing after the ball with unstoppable energy.

ουσιαστικό “tear”

ενικός tear, πληθυντικός tears
  1. δάκρυ (σε περίπτωση σύγχυσης: στο πλαίσιο της ρήξης)
    She noticed a tear in her favorite dress after washing it.

ουσιαστικό “tear”

ενικός tear, πληθυντικός tears
  1. δάκρυ (σε περίπτωση σύγχυσης: στο πλαίσιο του υγρού από τα μάτια)
    A single tear trickled down his face as he watched the sunset.

ρήμα “tear”

απαρέμφατο tear; αυτός tears; αόριστος teared; μετοχή αορ. teared; μετοχή ενεστ. tearing
  1. δακρύζω
    When she was watching the emotional movie, her eyes began to tear.