ρήμα “tear”
απαρέμφατο tear; αυτός tears; αόριστος tore; μετοχή αορ. torn; μετοχή ενεστ. tearing
- σκίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She accidentally tore the page while trying to remove it from the notebook.
- ρηγνύω
She accidentally tore her dress while climbing the fence.
- διαρρηγνύω
The strong wind tore a hole through the wooden wall.
- σκίζομαι
While climbing the fence, my shirt tore on a sharp nail.
- αποσπώ (με βία)
She tore herself away from his embrace to answer the phone.
- ορμώ
The dog tore through the open field, chasing after the ball with unstoppable energy.
ουσιαστικό “tear”
ενικός tear, πληθυντικός tears
- δάκρυ (σε περίπτωση σύγχυσης: στο πλαίσιο της ρήξης)
She noticed a tear in her favorite dress after washing it.
ουσιαστικό “tear”
ενικός tear, πληθυντικός tears
- δάκρυ (σε περίπτωση σύγχυσης: στο πλαίσιο του υγρού από τα μάτια)
A single tear trickled down his face as he watched the sunset.
ρήμα “tear”
απαρέμφατο tear; αυτός tears; αόριστος teared; μετοχή αορ. teared; μετοχή ενεστ. tearing
- δακρύζω
When she was watching the emotional movie, her eyes began to tear.