·

certify (EN)
ρήμα

ρήμα “certify”

απαρέμφατο certify; αυτός certifies; αόριστος certified; μετοχή αορ. certified; μετοχή ενεστ. certifying
  1. πιστοποιώ (επίσημα)
    The inspector certified that the building was safe.
  2. πιστοποιώ (επαγγελματικά)
    She was certified as a scuba diving instructor.