ρήμα “certify”
απαρέμφατο certify; αυτός certifies; αόριστος certified; μετοχή αορ. certified; μετοχή ενεστ. certifying
- πιστοποιώ (επίσημα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The inspector certified that the building was safe.
- πιστοποιώ (επαγγελματικά)
She was certified as a scuba diving instructor.