ουσιαστικό “bread”
ενικός bread, πληθυντικός breads ή μη μετρήσιμο
- ψωμί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
For breakfast, she toasted slices of bread and spread them with butter.
ρήμα “bread”
απαρέμφατο bread; αυτός breads; αόριστος breaded; μετοχή αορ. breaded; μετοχή ενεστ. breading
- πανάρω
She breaded the chicken cutlets before frying them.