·

bread (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “bread”

ενικός bread, πληθυντικός breads ή μη μετρήσιμο
  1. ψωμί
    For breakfast, she toasted slices of bread and spread them with butter.

ρήμα “bread”

απαρέμφατο bread; αυτός breads; αόριστος breaded; μετοχή αορ. breaded; μετοχή ενεστ. breading
  1. πανάρω
    She breaded the chicken cutlets before frying them.