ουσιαστικό “bedroom”
ενικός bedroom, πληθυντικός bedrooms
- κρεβατοκάμαρα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My bedroom has a large window overlooking the garden.
- κρεβατοκάμαρα (δραστηριότητες σχετικές με τη σεξουαλική οικειότητα)
He sought advice to improve his bedroom performance.