·

bedroom (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “bedroom”

ενικός bedroom, πληθυντικός bedrooms
  1. κρεβατοκάμαρα
    My bedroom has a large window overlooking the garden.
  2. κρεβατοκάμαρα (δραστηριότητες σχετικές με τη σεξουαλική οικειότητα)
    He sought advice to improve his bedroom performance.