·

plunging (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
plunge (ρήμα)

επίθετο “plunging”

βασική μορφή plunging (more/most)
  1. (για το ντεκολτέ ενός φορέματος) πολύ χαμηλό, που δείχνει μεγάλο μέρος της περιοχής του στήθους
    She wore a stunning red gown with a plunging neckline to the gala.