·

touched (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
touch (ρήμα)

επίθετο “touched”

βασική μορφή touched, μη βαθμ.
  1. συγκινημένος/η/ο
    She felt deeply touched by the heartfelt letter from her long-lost friend.