·

diversification (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “diversification”

ενικός diversification, πληθυντικός diversifications ή μη μετρήσιμο
  1. διαφοροποίηση (η διαδικασία να κάνεις κάτι πιο ποικίλο ή διαφορετικό)
    The diversification of the city's food scene attracted more tourists.
  2. διαφοροποίηση (μια επιχειρηματική στρατηγική επέκτασης σε νέες αγορές ή προϊόντα)
    The company's diversification into electric vehicles boosted its profits.
  3. διαφοροποίηση (μια επενδυτική προσέγγιση της διάχυσης χρημάτων σε διαφορετικά περιουσιακά στοιχεία για τη μείωση του κινδύνου)
    By practicing diversification, she safeguarded her portfolio against market volatility.