·

economy (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “economy”

ενικός economy, πληθυντικός economies ή μη μετρήσιμο
  1. οικονομία
    The country's economy grew stronger as more businesses started exporting goods.
  2. οικονομία (μια συγκεκριμένη χώρα)
    China is the largest economy of Asia.
  3. οικονομία (διαχείριση πόρων)
    By using solar panels, the school improved its energy economy.
  4. χρησιμοποιώντας την ελάχιστη απαραίτητη ποσότητα
    The new software was designed with an economy of effort, allowing users to complete tasks with minimal clicks.
  5. οικονομική θέση
    We decided to book economy seats to save money on our trip.

επίθετο “economy”

βασική μορφή economy, μη βαθμ.
  1. οικονομικός
    She chose an economy washing machine to save on electricity bills.