ουσιαστικό “economy”
ενικός economy, πληθυντικός economies ή μη μετρήσιμο
- οικονομία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The country's economy grew stronger as more businesses started exporting goods.
- οικονομία (μια συγκεκριμένη χώρα)
China is the largest economy of Asia.
- οικονομία (διαχείριση πόρων)
By using solar panels, the school improved its energy economy.
- χρησιμοποιώντας την ελάχιστη απαραίτητη ποσότητα
The new software was designed with an economy of effort, allowing users to complete tasks with minimal clicks.
- οικονομική θέση
We decided to book economy seats to save money on our trip.
επίθετο “economy”
βασική μορφή economy, μη βαθμ.
- οικονομικός
She chose an economy washing machine to save on electricity bills.