·

spoken (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
speak (ρήμα)

επίθετο “spoken”

βασική μορφή spoken, μη βαθμ.
  1. προφορικός
    She preferred spoken instructions over written ones because they were easier for her to understand.