·

production (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “production”

ενικός production, πληθυντικός productions ή μη μετρήσιμο
  1. παραγωγή (η πράξη ή η διαδικασία κατασκευής ή δημιουργίας κάτι)
    The production of the new smartphone model took months of planning.
  2. παραγωγή (η ποσότητα από κάτι που έχει παραχθεί ή καλλιεργηθεί)
    Farmers need to increase food production to meet global demand.
  3. παράσταση
    We saw an amazing production of "The Phantom of the Opera" last night.
  4. παραγωγή (κάτι που κατασκευάζεται ή παράγεται, ειδικά σε μεγάλες ποσότητες)
    The latest production of cars includes many new safety features.
  5. παραγωγή (η πράξη της προώθησης ή παρουσίασης κάτι για εξέταση)
    The court ordered the production of all relevant documents.
  6. (στην πληροφορική) το περιβάλλον όπου εκτελούνται οι τελικές εκδόσεις των προγραμμάτων
    The website should be thoroughly tested before going live in production.
  7. (στη γλωσσολογία) η διαδικασία της ομιλίας ή της γραφής λέξεων
    Errors can occur during language production under stress.