επίθετο “based”
βασική μορφή based (more/most)
- αυθεντικός και δεν φοβάται να εκφράσει αντιδημοφιλείς απόψεις
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She's so based; she doesn't let critics affect her style.