·

based (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
base (ρήμα)

επίθετο “based”

βασική μορφή based (more/most)
  1. αυθεντικός και δεν φοβάται να εκφράσει αντιδημοφιλείς απόψεις
    She's so based; she doesn't let critics affect her style.