·

finance (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “finance”

ενικός finance, πληθυντικός [p]
  1. διαχείριση χρημάτων και χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων
    She decided to study finance in college to learn how to manage investments and savings effectively.
  2. χρηματοδότηση (τα χρήματα που χρειάζονται για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή έργου)
    The new restaurant struggled to open because they couldn't get finance.

ρήμα “finance”

απαρέμφατο finance; αυτός finances; αόριστος financed; μετοχή αορ. financed; μετοχή ενεστ. financing
  1. χρηματοδοτώ (παρέχω τα χρήματα που χρειάζονται για την υποστήριξη ενός έργου)
    The bank agreed to finance the construction of the new school.