ρήμα “speak”
απαρέμφατο speak; αυτός speaks; αόριστος spoke; μετοχή αορ. spoken; μετοχή ενεστ. speaking
- μιλάω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
At the party, she spoke excitedly about her recent trip to Italy.
- ξέρω να μιλάω
She speaks Spanish well enough to live in Madrid without any language barriers.
- έχω την ευκαιρία να συνομιλήσω
When is the last time we have spoken?
- εκφράζομαι (μέσω άλλων τρόπων πέρα από τον προφορικό λόγο)
Through her paintings, she speaks about the struggles of women in society.
- κάνω ομιλία
Tomorrow, she will speak at the conference about the importance of renewable energy.
- λέω
She spoke his name softly, breaking the silence.
- καταλαβαίνω (σαν να ήταν γλώσσα)
I tried explaining the game rules to my cat, but I guess I don't speak feline.
ουσιαστικό “speak”
ενικός speak, πληθυντικός speaks ή μη μετρήσιμο
- ορολογία
To fully understand the meeting, you need to be familiar with the legal speak they use.