·

van (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “van”

ενικός van, πληθυντικός vans
  1. φορτηγάκι
    The delivery driver loaded the packages into the van and set off.
  2. βαγόνι (σιδηροδρομικό όχημα)
    The freight train included several vans filled with coal.