ουσιαστικό “van”
ενικός van, πληθυντικός vans
- φορτηγάκι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The delivery driver loaded the packages into the van and set off.
- βαγόνι (σιδηροδρομικό όχημα)
The freight train included several vans filled with coal.