·

eat (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “eat”

απαρέμφατο eat; αυτός eats; αόριστος ate; μετοχή αορ. eaten; μετοχή ενεστ. eating
  1. τρώω
    She eats eggs every day.
  2. κάνω φαγητό
    When do you usually eat?
  3. διατηρώ μια συγκεκριμένη διατροφή
    She always eats healthy, incorporating lots of fruits and vegetables into her meals.
  4. καταναλώνω
    The repair costs for the car are eating into our savings faster than we expected.
  5. καταπίνει (το χρήμα χωρίς να δίνει το προϊόν)
    The parking meter ate my dollar and still didn't show any time.
  6. διαβρώνω
    The saltwater ate into the hull of the boat, causing significant damage.
  7. κάνω στοματικό σεξ
    He whispered in her ear, "I want to eat you out tonight."

ουσιαστικό “eat”

ενικός eat, πληθυντικός eats ή μη μετρήσιμο
  1. (καθομιλουμένη) ένα γεύμα
    For dinner, we decided to order a large pizza from Uber Eats.