ρήμα “eat”
απαρέμφατο eat; αυτός eats; αόριστος ate; μετοχή αορ. eaten; μετοχή ενεστ. eating
- τρώω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She eats eggs every day.
- κάνω φαγητό
- διατηρώ μια συγκεκριμένη διατροφή
She always eats healthy, incorporating lots of fruits and vegetables into her meals.
- καταναλώνω
The repair costs for the car are eating into our savings faster than we expected.
- καταπίνει (το χρήμα χωρίς να δίνει το προϊόν)
The parking meter ate my dollar and still didn't show any time.
- διαβρώνω
The saltwater ate into the hull of the boat, causing significant damage.
- κάνω στοματικό σεξ
He whispered in her ear, "I want to eat you out tonight."
ουσιαστικό “eat”
ενικός eat, πληθυντικός eats ή μη μετρήσιμο
- (καθομιλουμένη) ένα γεύμα
For dinner, we decided to order a large pizza from Uber Eats.