ρήμα “showcase”
απαρέμφατο showcase; αυτός showcases; αόριστος showcased; μετοχή αορ. showcased; μετοχή ενεστ. showcasing
- προβάλλω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The museum is showcasing ancient artifacts from Egypt this month.
ουσιαστικό “showcase”
ενικός showcase, πληθυντικός showcases
- βιτρίνα
The museum placed the ancient artifacts in a glass showcase for visitors to admire.
- εκδήλωση προβολής (για γεγονότα ή ευκαιρίες που επιτρέπουν τη θετική παρουσίαση κάτι ή κάποιου)
The art gallery served as a perfect showcase for the emerging artist's vibrant paintings.