·

showcase (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “showcase”

απαρέμφατο showcase; αυτός showcases; αόριστος showcased; μετοχή αορ. showcased; μετοχή ενεστ. showcasing
  1. προβάλλω
    The museum is showcasing ancient artifacts from Egypt this month.

ουσιαστικό “showcase”

ενικός showcase, πληθυντικός showcases
  1. βιτρίνα
    The museum placed the ancient artifacts in a glass showcase for visitors to admire.
  2. εκδήλωση προβολής (για γεγονότα ή ευκαιρίες που επιτρέπουν τη θετική παρουσίαση κάτι ή κάποιου)
    The art gallery served as a perfect showcase for the emerging artist's vibrant paintings.