ουσιαστικό “difficulty”
ενικός difficulty, πληθυντικός difficulties ή μη μετρήσιμο
- δυσκολία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The heavy snowfall was a major difficulty in reaching the summit of the mountain.
- βαθμός δυσκολίας
The difficulty of the puzzle increased with each level, challenging even the most experienced players.