·

κ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “κ”

κ, kappa
  1. δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    In the Greek word "καλός," the letter "κ" is the first letter.

σύμβολο “κ”

κ
  1. (στα μαθηματικά) χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει την καμπυλότητα ή άλλες μεταβλητές
    In geometry class, we learned that the curvature κ of a circle is constant.
  2. (στη φυσική) χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει τη θερμική αγωγιμότητα
    The engineer calculated the heat flow using the material's thermal conductivity κ.
  3. (στη στατιστική) χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύσει τον συντελεστή κάππα, ένα μέτρο συμφωνίας μεταξύ παρατηρητών.
    They reported a κ of 0.85, showing strong consistency between the testers.