·

dogged (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
dog (ρήμα)

επίθετο “dogged”

βασική μορφή dogged (more/most)
  1. επίμονος
    Despite numerous setbacks, she continued with dogged determination to achieve her goals.