ουσιαστικό “dog”
ενικός dog, πληθυντικός dogs
- σκύλος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The dog wagged its tail happily when its owner came home.
- αρσενικός σκύλος
The breeder selected the strongest dog for breeding purposes.
- κολλητός (φίλος)
What's up, dog? Haven't seen you in a while.
- σφιγκτήρας
He secured the metal beam with a dog to keep it steady.
- χοτ ντογκ
We grabbed some dogs and drinks at the fair.
- κακάσχημη (γυναίκα)
They unfairly called her a dog because of her appearance.
ρήμα “dog”
απαρέμφατο dog; αυτός dogs; αόριστος dogged; μετοχή αορ. dogged; μετοχή ενεστ. dogging
- ακολουθώ
The journalist dogged the celebrity for an exclusive interview.
- βασανίζω
Doubt and fear dogged him throughout the competition.
- καταδιώκω
The policeman dogged the thief through the crowded market.
- ασφαλίζω
Be sure to dog down all the hatches before we set sail.
- κοροϊδεύω
They dogged him for his outdated fashion sense.
- (αργκό ΗΒ) να παρατηρείς ή να συμμετέχεις σε σεξουαλική δραστηριότητα σε δημόσιο χώρο
Authorities are cracking down on people who dog in secluded areas.