ουσιαστικό “enthusiasm”
ενικός enthusiasm, πληθυντικός enthusiasms ή μη μετρήσιμο
- ενθουσιασμός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her enthusiasm for painting was evident in the way she talked about her latest artwork.
- πάθος (δραστηριότητα ή θέμα που σου αρέσει πολύ)
Gardening quickly became his new enthusiasm, and he spent every weekend in the yard.