·

enthusiasm (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “enthusiasm”

ενικός enthusiasm, πληθυντικός enthusiasms ή μη μετρήσιμο
  1. ενθουσιασμός
    Her enthusiasm for painting was evident in the way she talked about her latest artwork.
  2. πάθος (δραστηριότητα ή θέμα που σου αρέσει πολύ)
    Gardening quickly became his new enthusiasm, and he spent every weekend in the yard.