·

screen (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “screen”

ενικός screen, πληθυντικός screens ή μη μετρήσιμο
  1. οθόνη
    She spent hours staring at her phone screen.
  2. οθόνη (κινηματογράφου)
    The film was so thrilling that the audience couldn't take their eyes off the screen.
  3. παραβάν
    They put up a screen around the garden for privacy.
  4. σίτα
    We installed screens on the windows to keep insects out.
  5. έλεγχος
    He went for a cancer screen to ensure his health was fine.
  6. σκριν (μπάσκετ: κίνηση όπου ένας παίκτης μπλοκάρει έναν αντίπαλο για να βοηθήσει έναν συμπαίκτη)
    She set a screen to help her teammate score.
  7. κάτι που χρησιμοποιείται για να κρύψει ή να μεταμφιέσει κάτι άλλο
    The company used a charity event as a screen for its illegal activities.
  8. κόσκινο
    The workers used a screen to separate grains from chaff.
  9. τελάρο (για εκτύπωση)
    The artist used a screen to print the design onto the t-shirt.

ρήμα “screen”

απαρέμφατο screen; αυτός screens; αόριστος screened; μετοχή αορ. screened; μετοχή ενεστ. screening
  1. εξετάζω (να εξετάσω ή να δοκιμάσω για την παρουσία κάτι, ειδικά για λόγους ασφαλείας ή υγείας)
    At the airport, they screen all passengers for prohibited items.
  2. ελέγχω (να ελέγξω ή να αξιολογήσω κάποιον ή κάτι για να αποφασίσω αν είναι κατάλληλοι)
    The school screens all volunteers working with children.
  3. προβάλλω
    The new film will be screened in theaters next month.
  4. προστατεύω
    She held up her hand to screen her eyes from the bright light.
  5. κοσκινίζω
    The workers screened the gravel to remove larger stones.
  6. σκριν (στο μπάσκετ, να εμποδίζεις έναν αντίπαλο για να βοηθήσεις έναν συμπαίκτη)
    He screened the defender so his teammate could shoot.