ουσιαστικό “screen”
ενικός screen, πληθυντικός screens ή μη μετρήσιμο
- οθόνη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spent hours staring at her phone screen.
- οθόνη (κινηματογράφου)
The film was so thrilling that the audience couldn't take their eyes off the screen.
- παραβάν
They put up a screen around the garden for privacy.
- σίτα
We installed screens on the windows to keep insects out.
- έλεγχος
He went for a cancer screen to ensure his health was fine.
- σκριν (μπάσκετ: κίνηση όπου ένας παίκτης μπλοκάρει έναν αντίπαλο για να βοηθήσει έναν συμπαίκτη)
She set a screen to help her teammate score.
- κάτι που χρησιμοποιείται για να κρύψει ή να μεταμφιέσει κάτι άλλο
The company used a charity event as a screen for its illegal activities.
- κόσκινο
The workers used a screen to separate grains from chaff.
- τελάρο (για εκτύπωση)
The artist used a screen to print the design onto the t-shirt.
ρήμα “screen”
απαρέμφατο screen; αυτός screens; αόριστος screened; μετοχή αορ. screened; μετοχή ενεστ. screening
- εξετάζω (να εξετάσω ή να δοκιμάσω για την παρουσία κάτι, ειδικά για λόγους ασφαλείας ή υγείας)
At the airport, they screen all passengers for prohibited items.
- ελέγχω (να ελέγξω ή να αξιολογήσω κάποιον ή κάτι για να αποφασίσω αν είναι κατάλληλοι)
The school screens all volunteers working with children.
- προβάλλω
The new film will be screened in theaters next month.
- προστατεύω
She held up her hand to screen her eyes from the bright light.
- κοσκινίζω
The workers screened the gravel to remove larger stones.
- σκριν (στο μπάσκετ, να εμποδίζεις έναν αντίπαλο για να βοηθήσεις έναν συμπαίκτη)
He screened the defender so his teammate could shoot.