ρήμα “lend”
απαρέμφατο lend; αυτός lends; αόριστος lent; μετοχή αορ. lent; μετοχή ενεστ. lending
- δανείζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She lent her bicycle to her neighbor.
- δανείζω (χρήματα)
Banks lend money to individuals and businesses.
- προσδίδω
The candles lent a warm glow to the room.
- προσφέρομαι
This fabric lends itself to creating elegant dresses.