ουσιαστικό “blade”
ενικός blade, πληθυντικός blades
- λεπίδα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He carefully wiped the blade of his knife after cutting the apples.
- φύλλο
A single blade of grass poked through the snow.
- πτερύγιο
The fan's blades rotated slowly in the heat.
- το επίπεδο μέρος ενός κουπιού
As the rower pulled through the water, the blade sliced smoothly beneath the surface.
- ωμοπλάτη
She stretched to relieve the tension in her shoulder blades.
- σπάλα
They prepared a stew with blade.
- λεπίδα (παγοπέδιλου)
The skater carefully checked the blade of her ice skate to ensure it was sharp enough for the competition.
- το μεταλλικό μέρος ενός κλειδιού που εισέρχεται στην κλειδαριά
He noticed the blade of the key was bent.
- λεπίδα (προσθετικό μέλος)
The sprinter won the race using his carbon fiber blade.
ρήμα “blade”
απαρέμφατο blade; αυτός blades; αόριστος bladed; μετοχή αορ. bladed; μετοχή ενεστ. blading
- κάνω πατίνι
We bladed along the river path on Sunday morning.