·

blade (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “blade”

ενικός blade, πληθυντικός blades
  1. λεπίδα
    He carefully wiped the blade of his knife after cutting the apples.
  2. φύλλο
    A single blade of grass poked through the snow.
  3. πτερύγιο
    The fan's blades rotated slowly in the heat.
  4. το επίπεδο μέρος ενός κουπιού
    As the rower pulled through the water, the blade sliced smoothly beneath the surface.
  5. ωμοπλάτη
    She stretched to relieve the tension in her shoulder blades.
  6. σπάλα
    They prepared a stew with blade.
  7. λεπίδα (παγοπέδιλου)
    The skater carefully checked the blade of her ice skate to ensure it was sharp enough for the competition.
  8. το μεταλλικό μέρος ενός κλειδιού που εισέρχεται στην κλειδαριά
    He noticed the blade of the key was bent.
  9. λεπίδα (προσθετικό μέλος)
    The sprinter won the race using his carbon fiber blade.

ρήμα “blade”

απαρέμφατο blade; αυτός blades; αόριστος bladed; μετοχή αορ. bladed; μετοχή ενεστ. blading
  1. κάνω πατίνι
    We bladed along the river path on Sunday morning.