·

sensitivity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “sensitivity”

ενικός sensitivity, πληθυντικός sensitivities ή μη μετρήσιμο
  1. ευαισθησία
    Her sensitivity makes her a wonderful friend and listener.
  2. ευθιξία
    Sometimes it's necessary to pay attention to the sensitivities of other people.
  3. ευαισθησία (ανάγκη προσεκτικής διαχείρισης)
    The sensitivity of our internal communication is very high.
  4. ευαισθησία (τάση για ανεπιθύμητη αντίδραση)
    Her sensitivity to certain medications requires careful prescribing.
  5. ευαισθησία (ανταπόκριση σε θεραπεία)
    Testing the sensitivity of the bacteria helps determine the right antibiotic.
  6. ευαισθησία (ικανότητα αντίδρασης σε ερεθίσματα)
    The plant's sensitivity to light causes it to grow toward the window.
  7. ευαισθησία (στατιστική, ποσοστό αληθώς θετικών, το ποσοστό των θετικών περιπτώσεων που αναγνωρίστηκαν σωστά)
    The screening program has high sensitivity, detecting almost all cases of the disease, but low specificity, i.e. many healthy people are incorrectly selected as well.
  8. ευαισθησία (αντίδραση σε σήμα εισόδου)
    Adjusting the microphone's sensitivity improves the sound recording.
  9. ευαισθησία (αντίδραση στο φως)
    Higher sensitivity allows for better photos in low light conditions.