·

rode (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ride (ρήμα)

ουσιαστικό “rode”

ενικός rode, πληθυντικός rodes
  1. κάβος
    The sailor checked the rode to ensure the anchor was secure.

ρήμα “rode”

απαρέμφατο rode; αυτός rodes; αόριστος roded; μετοχή αορ. roded; μετοχή ενεστ. roding
  1. πετώ (κατά την επίδειξη ζευγαρώματος)
    We observed the woodcock roding across the evening sky.