ουσιαστικό “cloak”
ενικός cloak, πληθυντικός cloaks
- πέπλος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She wrapped herself in a thick woolen cloak to brave the chilly evening air.
- κάλυμμα (συμβολικά)
The mountain was shrouded in a cloak of mist that gave it an air of mystery.
- κάλυψη (για κρυψώνα ή προστασία)
He used his charm as a cloak to mask his true intentions.
ρήμα “cloak”
απαρέμφατο cloak; αυτός cloaks; αόριστος cloaked; μετοχή αορ. cloaked; μετοχή ενεστ. cloaking
- καλύπτω (με ένδυμα)
The magician cloaked his assistant in a shroud of smoke before she disappeared.
- κρύβω
The company cloaked its financial troubles with a series of misleading statements.
- να κάνεις κάτι ή κάποιον αόρατο χρησιμοποιώντας προηγμένη τεχνολογία
As the alien creature activated its device, it cloaked and vanished from sight.