·

exciting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
excite (ρήμα)

επίθετο “exciting”

βασική μορφή exciting (more/most)
  1. συναρπαστικός
    The roller coaster ride was so exciting that I wanted to go on it again immediately.