·

tomorrow (EN)
επίρρημα, ουσιαστικό

επίρρημα “tomorrow”

tomorrow
  1. αύριο
    Let's meet tomorrow to discuss the project.

ουσιαστικό “tomorrow”

ενικός tomorrow, πληθυντικός tomorrows ή μη μετρήσιμο
  1. το αύριο
    Tomorrow's weather forecast seems quite good.
  2. το μέλλον (χρονική περίοδος)
    Young people are the leaders of tomorrow.