·

accomplished (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
accomplish (ρήμα)

επίθετο “accomplished”

βασική μορφή accomplished (more/most)
  1. τετελεσμένος
    The project was accomplished, leaving no room for further debate.
  2. επιτυχημένος (με σημαντικά επιτεύγματα)
    He is an accomplished pianist who has performed in concerts around the world.