ρήμα “accomplish”
απαρέμφατο accomplish; αυτός accomplishes; αόριστος accomplished; μετοχή αορ. accomplished; μετοχή ενεστ. accomplishing
- ολοκληρώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She accomplished her dream of becoming a doctor after years of hard work.
- επιτυγχάνω
She worked hard to accomplish her goal of running a marathon.
- διανύω (χρονική περίοδο ή απόσταση)
She had accomplished five miles before taking a break.
- φτάνω (σε συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο)
She felt proud after accomplishing the first level of the challenging game.
- εξοπλίζω (με όλα τα απαραίτητα)
The knight was accomplished with the finest armor and weapons before the battle.