ουσιαστικό “reliability”
ενικός reliability, πληθυντικός reliabilities ή μη μετρήσιμο
- αξιοπιστία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The reliability of the train service has improved over the past year.
- αξιοπιστία (πιθανότητα αλήθειας)
The reliability of the information provided on this website is very high.
- αξιοπιστία (στατιστική, η συνέπεια μιας δοκιμής ή μέτρησης)
A test with high reliability will yield similar results every time it is taken.