·

roadster (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “roadster”

ενικός roadster, πληθυντικός roadsters
  1. ρόουντστερ (ανοιχτό αυτοκίνητο με δύο θέσεις, συχνά σπορ και χωρίς σταθερή οροφή)
    He loved driving his classic roadster along the winding mountain roads.