ουσιαστικό “roadster”
ενικός roadster, πληθυντικός roadsters
- ρόουντστερ (ανοιχτό αυτοκίνητο με δύο θέσεις, συχνά σπορ και χωρίς σταθερή οροφή)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He loved driving his classic roadster along the winding mountain roads.