ρήμα “visit”
απαρέμφατο visit; αυτός visits; αόριστος visited; μετοχή αορ. visited; μετοχή ενεστ. visiting
- επισκέπτομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every Sunday, we visit our neighbors for tea and a chat.
- διαμένω (προσωρινά)
We are not staying in Prague, just visiting.
- επισκέπτομαι (ιστοσελίδα)
She visited the online store to check out the latest deals.
- επιθεωρώ
The health inspector visited the restaurant to ensure it met safety standards.
ουσιαστικό “visit”
ενικός visit, πληθυντικός visits
- επίσκεψη
We had a wonderful visit to Grandma's house last weekend.
- ραντεβού (με γιατρό)
Maria scheduled a visit with her doctor to discuss her recent headaches.
- επίσκεψη (σε ιστοσελίδα)
Our blog received over 1,000 visits last month.