·

rain (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “rain”

ενικός rain, πληθυντικός rains ή μη μετρήσιμο
  1. βροχή
    We stayed indoors to avoid the heavy rain.
  2. καταιγισμός
    The volcano erupted, sending a rain of ash over the town.

ρήμα “rain”

απαρέμφατο rain; αυτός rains; αόριστος rained; μετοχή αορ. rained; μετοχή ενεστ. raining
  1. βρέχει
    It rained all night, flooding the streets.
  2. πέφτουν σαν βροχή
    After the explosion, debris rained down on the streets.
  3. ρίχνω (μεταφορικά)
    The boxer rained punches on his opponent during the final round.