ουσιαστικό “rain”
ενικός rain, πληθυντικός rains ή μη μετρήσιμο
- βροχή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We stayed indoors to avoid the heavy rain.
- καταιγισμός
The volcano erupted, sending a rain of ash over the town.
ρήμα “rain”
απαρέμφατο rain; αυτός rains; αόριστος rained; μετοχή αορ. rained; μετοχή ενεστ. raining
- βρέχει
It rained all night, flooding the streets.
- πέφτουν σαν βροχή
After the explosion, debris rained down on the streets.
- ρίχνω (μεταφορικά)
The boxer rained punches on his opponent during the final round.