·

conduit (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “conduit”

ενικός conduit, πληθυντικός conduits
  1. αγωγός
    The plumber installed a new conduit under the sink to prevent any future leaks.
  2. σωλήνας προστασίας (για ηλεκτρικά καλώδια)
    To protect the wiring from damage, we ran it through a metal conduit along the wall.
  3. μέσο μετάδοσης (για πληροφορίες ή συναισθήματα)
    The teacher served as a conduit for knowledge, passing on the wisdom of the ages to her students.
  4. δομή χρηματοδότησης (για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων με βραχυπρόθεσμο χρέος)
    The financial institution set up a conduit to manage the assets of their high-profile clients more efficiently.