·

sewing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
sew (ρήμα)

ουσιαστικό “sewing”

ενικός sewing, πληθυντικός sewings ή μη μετρήσιμο
  1. ράψιμο
    My grandmother enjoys sewing quilts for all her grandchildren.
  2. ραμμένα αντικείμενα (ή αντικείμενα που ράβονται)
    He admired the sewing on the new dress his grandmother made.