ρήμα “sew”
απαρέμφατο sew; αυτός sews; αόριστος sewed; μετοχή αορ. sewed, sewn; μετοχή ενεστ. sewing
- ράβω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She loves to sew colorful quilts for her friends.
- επιδιορθώνω (με ράψιμο)
She sewed the torn pocket on her jacket.
- ράβω μέσα (κάτι σε ύφασμα)
She sewed the secret note into the lining of her jacket.