·

configuration (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “configuration”

ενικός configuration, πληθυντικός configurations ή μη μετρήσιμο
  1. διάταξη
    The designer changed the configuration of the furniture so that the living room would feel more open and welcoming.
  2. ρύθμιση (των εξαρτημάτων ενός συστήματος)
    The engineer reviewed the server's configuration to find out why it was running slowly.
  3. παραμετροποίηση
    Setting up the new computer required careful configuration to meet the company's security standards.
  4. διαμόρφωση (των ατόμων ή ηλεκτρονίων)
    Scientists study the configuration of molecules to understand their chemical properties.
  5. (στην αστρολογία) οι θέσεις των πλανητών και των άστρων σε μια συγκεκριμένη στιγμή
    She believed that the current configuration would bring her good fortune.