·

triplex (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “triplex”

βασική μορφή triplex, μη βαθμ.
  1. τριμερής
    The system uses a triplex design to ensure reliability.
  2. τριώροφος
    They purchased a triplex apartment overlooking the park.

ουσιαστικό “triplex”

ενικός triplex, πληθυντικός triplexes ή μη μετρήσιμο
  1. τριπλοκατοικία
    They moved into a triplex to save on rent.
  2. ένα σπίτι ή διαμέρισμα με τρεις ορόφους
    She inherited a spacious triplex in the city center.
  3. (στην ζογκλερική) μια πράξη ρίψης τριών μπαλών ταυτόχρονα με το ένα χέρι
    His most impressive trick was performing a triplex on stage.
  4. τριπλός χρόνος (στη μουσική)
    The waltz was composed in triplex, giving it a graceful rhythm.