επίθετο “triplex”
βασική μορφή triplex, μη βαθμ.
- τριμερής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The system uses a triplex design to ensure reliability.
- τριώροφος
They purchased a triplex apartment overlooking the park.
ουσιαστικό “triplex”
ενικός triplex, πληθυντικός triplexes ή μη μετρήσιμο
- τριπλοκατοικία
They moved into a triplex to save on rent.
- ένα σπίτι ή διαμέρισμα με τρεις ορόφους
She inherited a spacious triplex in the city center.
- (στην ζογκλερική) μια πράξη ρίψης τριών μπαλών ταυτόχρονα με το ένα χέρι
His most impressive trick was performing a triplex on stage.
- τριπλός χρόνος (στη μουσική)
The waltz was composed in triplex, giving it a graceful rhythm.