·

sleep (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “sleep”

απαρέμφατο sleep; αυτός sleeps; αόριστος slept; μετοχή αορ. slept; μετοχή ενεστ. sleeping
  1. κοιμάμαι
    After working late, she slept until noon the next day.
  2. κοιμάμαι (σεξουαλική επαφή)
    Rumors spread that the actor slept with his co-star.
  3. φιλοξενώ
    The cottage sleeps six comfortably.
  4. αναμονή
    The backup script sleeps for five minutes before retrying.

ουσιαστικό “sleep”

ενικός sleep, πληθυντικός sleeps ή μη μετρήσιμο
  1. ύπνος
    A good night's sleep helps you concentrate.
  2. ύπνος (περίοδος)
    She had a quick sleep before the party.
  3. (ανεπίσημο) μια νύχτα, χρησιμοποιείται για την καταμέτρηση του πόσες νύχτες απομένουν πριν από ένα γεγονός
    Only two more sleeps until the big game!
  4. τσίμπλα
    He rubbed the sleep from his eyes.