ρήμα “sleep”
απαρέμφατο sleep; αυτός sleeps; αόριστος slept; μετοχή αορ. slept; μετοχή ενεστ. sleeping
- κοιμάμαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After working late, she slept until noon the next day.
- κοιμάμαι (σεξουαλική επαφή)
Rumors spread that the actor slept with his co-star.
- φιλοξενώ
The cottage sleeps six comfortably.
- αναμονή
The backup script sleeps for five minutes before retrying.
ουσιαστικό “sleep”
ενικός sleep, πληθυντικός sleeps ή μη μετρήσιμο
- ύπνος
A good night's sleep helps you concentrate.
- ύπνος (περίοδος)
She had a quick sleep before the party.
- (ανεπίσημο) μια νύχτα, χρησιμοποιείται για την καταμέτρηση του πόσες νύχτες απομένουν πριν από ένα γεγονός
Only two more sleeps until the big game!
- τσίμπλα
He rubbed the sleep from his eyes.