ουσιαστικό “scooter”
ενικός scooter, πληθυντικός scooters
- σκούτερ (μοτοποδήλατο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She zipped through the city streets on her new scooter, enjoying the ride.
- πατίνι
The children rode their scooters in the park after school.
- ηλεκτρικό πατίνι
He rented a scooter to get across town quickly.
- σκούτερ (για άτομα με κινητικά προβλήματα)
The elderly man used a scooter to move around the shopping center.