·

advanced (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
advance (ρήμα)

επίθετο “advanced”

βασική μορφή advanced (more/most)
  1. προηγμένος
    The hospital equipped its surgery rooms with the most advanced medical instruments available.
  2. προχωρημένος (σε επίπεδο δυσκολίας)
    She enrolled in an advanced calculus class that challenged even the brightest students.
  3. προχωρημένος (σε στάδιο ή φάση)
    The advanced stages of cancer are more difficult to treat.