·

needling (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
needle (ρήμα)

ουσιαστικό “needling”

ενικός needling, πληθυντικός needlings ή μη μετρήσιμο
  1. πείραγμα
    Despite all his friend's needling, he refused to change his opinion.
  2. βελονισμός
    The therapist applied needling techniques to relieve her muscle pain.

επίθετο “needling”

βασική μορφή needling (more/most)
  1. ενοχλητικός (με την έννοια του πειράγματος)
    She ignored his needling comments and kept working.